- κεστρινίσκος
- κεστρῑνίσκος, ὁ, Dim. of sq., Clearch.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεστρινίσκος — κεστρινίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κεστρίνος* … Dictionary of Greek
κεστρινίσκοις — κεστρινίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)